- θεῦσις
- θεῦσιςrunningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεύσεσι — θεῦσις running fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεύσει — θέω dhávate fut ind mid 2nd sg θεῦσις running fem nom/voc/acc dual (attic epic) θεύσεϊ , θεῦσις running fem dat sg (epic) θεῦσις running fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
θεῦσιν — θέω dhávate pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) θέω dhávate pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) θεῦσις running fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεύσεως — θεύσεω̆ς , θεῦσις running fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)